Ο «εκλογικός μαραθώνιος» στις ΗΠΑ οδεύει προς το τέλος του. Ο Τζοε Μπάιντεν πετυχαίνει μια πύρρειος νίκη κατακτώντας τη πλειοψηφία των εκλεκτόρων. Παρόλα αυτά ο Τραμπ δεν συντρίβεται, όπως πολλοί περίμεναν. Χρειάζεται μόλις 1 έδρα στη Τζώρτζια για να διατηρήσει τον έλεγχο της Γερουσίας και παραμένει αφεντικό στο κόμμα του, έτοιμος να διεκδικήσει και πάλι την προεδρία το 2024.
Οι σχεδόν 10 εκατομμύρια παραπάνω ψήφοι που πήρε σε σχέση με το 2016 δεν με εκπλήσσουν καθόλου. Ο Τραμπ έκανε αυτά τα 3,5 χρόνια στις ΗΠΑ ακριβώς ότι υποσχέθηκε πριν τις εκλογές του 2016. Το σύνθημα του τότε ήταν: «Η Αμερική πρώτα». Έβαλε, λοιπόν, δασμούς στα κινέζικα προϊόντα. Έχτισε ένα τείχος με το Μεξικό. Αποχώρησε από τη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή και κατήργησε τη συμφωνία Nafta με το Μεξικό και τον Καναδά. Μπορεί κάποιος να διαφωνεί με αυτές τις πολιτικές απομονωτισμού, αλλά αυτή ήταν η προεκλογική του ατζέντα και αυτή εφάρμοσε. Ταυτόχρονα, στήριξε την αμερικανική βιομηχανία και μείωσε τους φόρους. Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, η οικονομική του πολιτική, απέδωσε καρπούς. Δημιούργησε 7 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας σε 3,5 χρόνια, η ανεργία έφτασε πριν το κορωνοιό στο χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων 50 ετών και το χρηματιστήριο εκτοξεύτηκε.
Μπορεί σαν Έλληνας ποτέ να μη είδα με καλό μάτι, ότι άφησε την «γειτονιά» μας λάφυρο στα χέρια του Ερντογάν. Ούτε ότι η αμερικανική αποχώρηση από τη Μέση Ανατολή δημιούργησε αστάθεια στη περιοχή, με αποτέλεσμα τις μεγάλες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Είμαι σίγουρος ,όμως, ότι ο οικοδόμος στην Αριζόνα και ο μαγαζάτορας στη Φλόριντα δεν ασπάζονται τον προβληματισμό μου. Αυτοί κουράστηκαν να πληρώνουν φόρους, για να διατηρεί η Αμερική στρατεύματα σε μέρη του κόσμου, που ούτε καν ξέρουν που βρίσκονται στο χάρτη. Ο Τραμπ τήρησε και αυτή του την υπόσχεση και οι περισσότεροι Αμερικανοί στρατιώτες επέστρεψαν πίσω στη χώρα τους.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε φτιάξει το προφίλ του «κακού» τύπου που κάνει όμως, τη δουλειά. Τα πράγματα άλλαξαν με τον κορωνοϊό. Ο Τραμπ φέρθηκε απερίσκεπτα και αλαζονικά. Δεν άκουσε τις προειδοποιήσεις των ειδικών και υποτίμησε τη νόσο. Η Αμερική έχει μέχρι στιγμής πάνω από 10 εκατομμύρια κρούσματα και 243 χιλιάδες νεκρούς. Παρόλα αυτά, μελετώντας τα αποτελέσματα παρατηρείς ότι κέρδισε στις εκλογές το 93% των κομητειών με τα περισσότερα νέα κρούσματα. Δεν είναι λοιπόν, η μοναδική αιτία της ήττας του, οι λανθασμένοι χειρισμοί στη καταπολέμηση της πανδημίας.
Νομίζω πως οι συγκεκριμένες εκλογές, είχαν κυρίως ένα δημοψηφισματικό χαρακτήρα για το πρόσωπο του ίδιου του Τραμπ. Οι Δημοκρατικοί έθεσαν ένα ερώτημα στη δημόσια συζήτηση: « Μπορεί ένας άνθρωπος με τόση έπαρση και με τέτοια συμπεριφορά να είναι πλανητάρχης? » Στη πραγματικότητα κάλεσαν τον Αμερικανικό λαό να καταψηφίσει τον Τραμπ . Γι αυτό το λόγο επέλεξαν ένα μετριοπαθή έως υποτονικό υποψήφιο. Έναν άνθρωπο που απλώς δε θα στεναχωρούσε κανένα και θα ήταν ο τέλειος «οικοδεσπότης», για να ανοίξει «την πόρτα» στις τιμωρητικές ψήφους που θα έφταναν στο Δημοκρατικό κόμμα. Το σχέδιο απέδωσε και o Μπάιντεν θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, έχοντας ως πρωτεύοντα στόχο να «επουλώσει τις πληγές» που άφησαν στη χώρα οι εκλογές. Στις πρώτες δηλώσεις του φαίνεται πάντως, ενωτικός και μετρημένος.
Αντιθέτως, η αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων από τον Τραμπ δημιουργεί μια έκρυθμη κατάσταση. Ο Ίρβιν Γιάλομ είχε πει ότι « Οι εξαιρετικοί ισχυρισμοί απαιτούν εξαιρετικές αποδείξεις». Ο Τραμπ λοιπόν, αν τις έχει, οφείλει να τις καταθέσει στο δικαστήριο. Δεν δικαιούται ,όμως, να διχάζει την κοινωνία με αναπόδεικτους ισχυρισμούς. Το ότι οι επιστολικές ψήφοι θα έγερναν την πλάστιγγα υπερ των Δημοκρατικών ήταν κάτι αναμενόμενο, δεδομένου ότι είχαν κάνει ολόκληρη καμπάνια προώθησης τους. Από την άλλη, ο Τραμπ προέτρεπε τους ψηφοφόρους του να ψηφίσουν από κοντά. H διαφορά που υπάρχει δεν συνιστά από μόνη της νοθεία. Ο Τραμπ εάν πάει στο δικαστήριο θα πρέπει να αποδείξει τον τρόπο με τον οποίο έγινε και ότι το μέγεθος της αλλοίωσε το τελικό αποτέλεσμα. Θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που αντιπολίτευση θα έχει κάνει νοθεία εισβάρος κυβέρνησης.
Κλείνοντας, οι εξελίξεις στην Αμερική δεν αφήνουν αδιάφορη την Ελλάδα. Η Ελλάδα οφείλει να καταστρώσει μια μακροχρόνια στρατηγική στις σχέσεις της με την Αμερική, που δε θα εξαρτάται από το ποιος είναι στην εξουσία. Πρέπει να ενεργοποιήσει τους Έλληνες ομογενείς και να προωθήσει το «Ελληνικό ζήτημα» στα αμερικανικά «think tank» σκέψης. Η Ελληνική κοινότητα στην Αμερική είναι ισχυρή απ’ όλες τις απόψεις και μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ καλό σύμμαχο για την Ελληνική κυβέρνηση. Με τους κατάλληλους χειρισμούς, οι ελληνικές επιδιώξεις θα βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα του Αμερικανού προέδρου, όποιος και αν είναι αυτός.